λυττώ

λυττώ
λυττῶ, -άω (Α)
(αττ. τ.) βλ. λυσσώ.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • λυσσώ — (AM λυσσῶ, άω, Α και λυσσῶ, όω, αττ. τ. λυττῶ) [λύσσα] (λυσσῶ, άω) 1. πάσχω ή προσβάλλομαι από λύσσα, λυσσάζω («λυττῶσιν ἅπαντα τὰ δηχθέντα», Αριστοτ.) 2. είμαι γεμάτος μανία και οργή, μαίνομαι νεοελλ. εκδηλώνομαι με σφοδρότητα αρχ. (λυσσῶ, άω… …   Dictionary of Greek

  • λυττία — λυττία, ἡ (Μ) λύσσα, μανία. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυττώ, αττ. τ. τού λυσσῶ + κατάλ. ία (πρβλ. μαν ία)] …   Dictionary of Greek

  • λύττησις — λύττησις, ἡ (Μ) λύσσα. [ΕΤΥΜΟΛ. < λυττῶ, αττ. τ. του λυσσῶ] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”